Γεώργιος Τσουρούς, Ειδικός Παθολόγος – Διαβητολόγος
Διευθυντής – Επιστημονικός Υπεύθυνος Παθολογικής Κλινικής Mediterraneo Hospital
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι χρόνιο μεταβολικό νόσημα, που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών, με κύρια έκφραση την αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου οργανισμού Υγείας, περίπου 422 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, ενώ 1.5 εκατομμύριο θάνατοι ετησίως αποδίδονται απευθείας σε αυτόν. Η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη αυξάνει δραματικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα, όπου υπολογίζεται να προσεγγίζει το 12%, ενώ το πιο ανησυχητικό είναι ότι το 30-40% των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη δεν γνωρίζουν τη νόσο τους!
Ο σακχαρώδης διαβήτης διακρίνεται σε τύπου 1 (ή νεογνικό), σε τύπου 2, καθώς και σε σπανιότερες μορφές (διαβήτης της κύησης, διαβήτης σχετιζόμενος με γενετικά σύνδρομα, παγκρεατικός διαβήτης, φαρμακευτικός διαβήτης).
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι ο συχνότερος τύπος (90% των περιπτώσεων) και χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό ελαττωματικής δράσης (ή αντίστασης στη δράση της ινσουλίνης) και προοδευτικής έκπτωσης της ικανότητας έκκρισης ινσουλίνης από το πάγκρεας. Εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 40 ετών και σχετίζεται με την παχυσαρκία.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (νεογνικός ή ινσουλινοεξαρτώμενος), χαρακτηρίζεται από απόλυτη έλλειψη έκκρισης ινσουλίνης από το πάγκρεας, συνεπεία αυτοάνοσης καταστροφής των ινσουλινοεκκριτικών β κυττάρων αυτού. Εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά ή νέους ενήλικες. Για τη θεραπεία αυτού, είναι απαραίτητη η εξωγενής χορήγηση ινσουλίνης.
Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, είναι:
- Η παχυσαρκία
- Η ηλικία
- Η παρουσία κληρονομικού ιστορικού διαβήτη σε πρώτου βαθμού συγγενείς
- Η καθιστική ζωή
- Η παρουσία ιστορικού καρδιαγγειακών συμβάντων
- Η παρουσία άλλων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου (αρτηριακή υπέρταση, υπερλιπιδαιμία)
- Το ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη κύησης ή συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών
- Η λοίμωξη HIV ή η λήψη αντιρετροϊκών φαρμάκων
Η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη γίνεται με:
- Μέτρηση των συγκεντρώσεων του πρωινού σακχάρου νηστείας (≥126 mg/dl)
- Δοκιμασία καμπύλης σακχάρου μετά από φόρτιση με 75 γραμμάρια γλυκόζης (≥200 mg/dl, 2 ώρες μετά φόρτιση),
- Mέτρηση της τιμής της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (≥5%), η οποία αντανακλά το μέσο όρο του σακχάρου στο αίμα κατά το τελευταίο τρίμηνο
Με τις παραπάνω μεθόδους, ανιχνεύουμε ταυτόχρονα και το άτομα με προδιαβήτη, που αποτελούν πληθυσμό με οριακά αυξημένες τιμές σακχάρου (σάκχαρο νηστείας: 100-125 mg/dl, ή/και σάκχαρο 2 ώρες μετά φόρτιση: 140-199 mg/dl). Τα άτομα με προδιαβήτη, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη στο μέλλον και αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Ο εργαστηριακός έλεγχος για ανίχνευση σακχαρώδη διαβήτη ή προδιαβήτη, πρέπει να γίνεται σε όλους τους ενήλικες μετά από την ηλικία τουλάχιστον των 35 ετών ή ανεξαρτήτου της ηλικίας σε άτομα με παρουσία παραγόντων κινδύνου.
Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικός ή μπορεί να εκδηλώνεται με πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία, ανεξήγητη κόπωση και απώλεια βάρους, συχνές λοιμώξεις του ουροποιητικού και μυκητιάσεις, διαταραχές της όρασης.
Οι πιο συχνές επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη είναι:
- Η καρδιαγγειακή νόσος: Αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου στους διαβητικούς και εκδηλώνεται με στεφανιαία νόσο-οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια κάτω άκρων.
- Η διαβητική νεφροπάθεια: Αποτελεί το συχνότερο αίτιο νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου στο δυτικό κόσμο.
- H οφθαλμική νόσος (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια): Αποτελεί το συχνότερο αίτιο τύφλωσης στο δυτικό κόσμο.
- Η περιφερική – αυτόνομη νευροπάθεια και το διαβητικό πόδι: Σε συνδυασμό με την περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια κάτω άκρων αποτελούν μείζονες παράγοντες κινδύνου για πρόκληση ακρωτηριασμών και βαριάς αναπηρίας.
Για την πρόληψη του σακχαρώδη διαβήτη, όλα τα άτομα με προδιαβήτη πρέπει να παρακολουθούνται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Η Αμερικανική, η Ευρωπαϊκή και η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, συστήνουν απώλεια βάρους (τουλάχιστον κατά 5% του σωματικού βάρους, προκειμένου για υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα) μέσα από εξατομικευμένα διαιτολόγια, άσκηση (150 λεπτά μέτριας προς έντονης έντασης αερόβια άσκηση κάθε εβδομάδα) και διακοπή του καπνίσματος.
Η θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να προλάβει ή να επιβραδύνει την εξέλιξη όλων των επιπλοκών του. Ο εξειδικευμένος ιατρός αρχικά εστιάζει στην εκπαίδευση των ασθενών και την μετάδοση γνώσεων και δεξιοτήτων που αφορούν στη νόσο τους, τον καθορισμό των εξατομικευμένων γλυκαιμικών στόχων, τις μεθόδους καθημερινής αυτό-παρακολούθησης του σακχάρου, την αναγνώριση και αποφυγή της υπογλυκαιμίας. Πριν την έναρξη φαρμακευτικής αγωγής, κομβικής σημασίας είναι η τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών, η απώλεια βάρους και επίτευξη ιδανικού σωματικού βάρους, η συμμετοχή σε εξατομικευμένα προγράμματα άθλησης, η διακοπή του καπνίσματος και η ρύθμιση και των υπολοίπων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου (αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία). Όταν τα παραπάνω δεν επαρκούν για την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων, γίνεται έναρξη αντιδιαβητικής αγωγής με την μορφή των αντιδιαβητικών δισκίων, της ινσουλίνης ή των μη ινσουλινικών ενέσιμων αγωγών.
Εντυπωσιακές είναι οι εξελίξεις κατά τα τελευταία χρόνια που αφορούν τόσο στη θεραπευτική του διαβήτη (εβδομαδιαία GLP-1 ανάλογα, SGLT-2 αναστολείς, νεότερες αντλίες ινσουλίνης) όσο και στην ακριβέστερη παρακολούθηση του διαβήτη με νέες εξελιγμένες συσκευές – αισθητήρες συνεχούς ή κατ΄επίκληση καταγραφής του σακχάρου. Οι νεότερες κατηγορίες φαρμάκων επιτρέπουν τη βέλτιστη γλυκαιμική ρύθμιση, σε συνδυασμό με απώλεια βάρους, ελάττωση της αναγκαιότητας για χρήση ινσουλίνης και ελάττωση της καρδιαγγειακής και νεφρικής νοσηρότητας και θνητότητας των ασθενών.
Στο Mediterraneo Hospital μέσα από μία διεπιστημονική συνεργασία ιατρών όλων των ειδικοτήτων, πραγματοποιείται εξειδικευμένος έλεγχος για την πρώιμη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη και του προδιαβήτη, την έγκαιρη ανίχνευση των διαβητικών επιπλοκών και, εν συνεχεία, τη βέλτιστη θεραπευτική αντιμετώπιση, με στόχο την ελάττωση του καρδιαγγειακού κινδύνου των ασθενών και την αντιμετώπιση όλου του φάσματος των διαβητικών επιπλοκών.